πενιά

πενιά
Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα, με την υπόσχεση πως θα τους άφηνε ανενόχλητους. Για να τους πείσει, πρόσθεσε πως έφερε μαζί του δύο σπουδαίους θεούς, την Πειθώ και τη Βία. Τότε οι Άνδριοι αρνήθηκαν να του δώσουν χρήματα, λέγοντας πως κι αυτοί είχαν δύο προστάτες θεούς, την Πενία και την Αμηχανία ή Απορία. Η αποτελεσματική αντίσταση των Ανδρίων ανάγκασε τον Θεμιστοκλή να φύγει άπρακτος από το νησί.
* * *
και παλ. γρφ. πεννιά, η [πένα]
1. χάραγμα πάνω σε χαρτί με αιχμηρό γραφικό όργανο, κοντύλια
2. η ποσότητα τής μελάνης που συγκρατεί μια πένα
3. τμήμα γραπτού κειμένου που έχει γραφεί με μια μόνο πενιά μελάνι
4. χτύπημα τής χορδής μουσικού οργάνου με την πένα
5. στον πληθ. πενιές
μουσ. α) δημοτικά τραγούδια με τη συνοδεία λύρας
β) λαϊκά τραγούδια με τη συνοδεία μπαγλαμά ή μπουζουκιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πενία — πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc/acc dual πενίᾱ , πενία poverty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… …   Dictionary of Greek

  • πενίᾳ — πενίαι , πενία poverty fem nom/voc pl πενίᾱͅ , πενία poverty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιά — η 1. το χτύπημα χορδής με πένα. 2. το χάραγμα με γραφίδα: Ούτε πενιά δεν μπόρεσα να βάλω σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενία — η φτώχεια, απορία, ανέχεια, στέρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πενία σοφίην ἔλαχεν. — См. Голь на выдумки хитра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πενία δὲ σοφίαν ἔλαχε. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σαένζ Πένια, Ρόκε — (Saenz Pena). Αργεντινός πολιτικός (1851 1914). Σπούδασε νομικά και άσκησε αρχικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Χιλής και Περού (1874 78), υπέρ του τελευταίου. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Χιλή. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πενίας — πενίᾱς , πενία poverty fem acc pl πενίᾱς , πενία poverty fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”